λόφον, τὸν
Ερμηνεία:
[ο λόφος, του λόφου, οι λόφοι των λόφων][μικρό βουνό ή ύψωμα του εδάφους, ύψους μέχρι 700 μέτρα]
Ετυμολογία:
[< (Ομηρ,) λόφος (ύψωμα)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|